προφυλάσσοντας

προφυλάσσοντας
προφυλάσσω
keep guard before
pres part act masc acc pl
προφῡλάσσοντας , προφυλάσσω
keep guard before
fut part act masc acc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Κανόβα, Αντόνιο — (Antonio Canova, Ποσάνιο, Τρεβίζο 1757 – Βενετία 1821). Ιταλός γλύπτης. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής. Η πρώιμη ιδιοφυΐα του διαμορφώθηκε στη Βενετία, σε ένα περιβάλλον στενά συνδεδεμένο με τις αντιλήψεις του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”